ἀσθενοποιός

ἀσθενοποιός
ἀσθενο-ποιός, όν,
A causing weakness, Archig. ap. Aët.12.1, Sch.A.R.2.205, Sch.Nic.Th.158.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασθενοποιός — ἀσθενοποιός, όν (Α) αυτός που προκαλεί ασθένειες …   Dictionary of Greek

  • ἀσθενοποιός — causing weakness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθενοποιόν — ἀσθενοποιός causing weakness masc/fem acc sg ἀσθενοποιός causing weakness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθενοποιῷ — ἀσθενοποιός causing weakness masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”